- παναγρεύς
- παν-αγρεύς, έως, ὁ,A one who catches everything, παναγρέος έλπίδα Μοίρης ib.7.609 (Id.); φυλάκων . . παναγρέακανθόν ib.5.218 (Id.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναγρεύς — παναγρεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που συλλαμβάνει κατά την άγρα οτιδήποτε, αυτός που αγρεύει τα πάντα, πανάγρετος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγρεύς (< ἄγρα «κυνήγι»)] … Dictionary of Greek
παναγρέος — παναγρεύς one who catches everything masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγρέα — παναγρέᾱ , παναγρεύς one who catches everything masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)